Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

τα μαύρα μεσάνυχτα του Κυπριακού πολιτισμού




     Δεν μπορώ να κατεβάζω ταινίες, όπως κατεβάζω ιδέες που συνήθως δεν υλοποιούνται, δεν μπορώ αυτή την άυλη τέχνη, αν και δεν με πειράζει η τέχνη να είναι κάπως άυλη, παρά την ύλη της και το υλικό της. Τέλος πάντων, πήγα να πάρω κανένα DVD και δεν βρήκα τίποτε της προκοπής. Δεν φέρνουν, λέει, πια DVD, όλοι κατεβάζουν ταινίες, πνεύματα, καντήλια. Και μου έχει μείνει εμένα η συλλογή, που δεν θα την είχα τόσο μεγάλη, αν είχαμε αίθουσες που να παίζουν ταινίες ποιότητος, "πιο τέχνις" που λέει και η Πιτσούλη. Διότι τι να σου κάμει μια φορά την εβδομάδα η κινηματογραφική λέσχη, πως τη λένε, ή τα CINEPLEX που σπανίως δείχνουν ταινίες; Ποπ κορν φτιάχνω και στο σπίτι.
     Anyway, βρήκα σε εξευτελιστική τιμή το "μπιφόρ μιντνάιτ" (before midnight) - (prin ta mesanixta) με τον Ethan τον Ηauke, και την πήρα με μισή καρδιά (η άλλη μισή ήταν στην Κίνα). ΄Αντε, λέω, αφούς είναι και φτηνή, να δούμε πως διαφημίζει η Αμερική την Ελλάδα, διότι έναν καημό για την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας τον έχω, καθώς κρίνω κι εγώ πως είναι το καλύτερο οικόπεδο του πλανήτη. Παραθαλάσσιο, ευάερο, ευήλιο, αξίζει προβολής. Δεν περίμενα όμως, από έκδοση που δεν αναφέρει το όνομα του σκηνοθέτη στο κουτί, να φχαριστηθώ τόσο. Και συνάμα να σκεφτώ, για άλλη μια φορά, πως πολιτισμός σε μια χώρα, που δεν χρειάζεται υπουργείο πολιτισμού, επειδή είναι το τελευταίο που την ενδιαφέρει, ΔΕΝ είναι να δημιουργήσουμε πολιτιστικά ιδρύματα, θέατρα, μουσεία, όπερες... αλλά να έχουμε άμεση πρόσβαση στην τέχνη. Ως πολίτης (χέστηκα αν είμαι πολίτης), ως άνθρωπος, ως Φώτης τέλος πάντων, θέλω να μπορώ να δω τον νέο Γούντι ΄Αλλεν, τον νέο Αλμοδοβάρ, και κάτι άλλα πολύ δύσκολα που αλλού τα έχουν κάτω από το σπίτι τους. Θα μου πεις: ''φύγε ρε φίλε, πήγαινε στην Αθήνα να ζήσεις, να κατεβαίνεις ή να ανεβαίνεις στον Δαναό, στην μικρή Κύπρο ζεις''. Κι εγώ σου λέω: όχι ρε φίλε, εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ γεννήθηκα (κι ας με πήραν μωρό απ` εδώ για να με ξαναφέρουν μεγάλονε), τέλος πάντων εδώ είναι ο μικρός μου δρόμος, καλός ή κακός ή έτσι κι έτσι, δεν θέλω να ξενιτεύομαι για να γεύομαι τις τέχνες. Η μεγαλύτερη, κατ' εμέ και όχι μόνο κατ' εμέ, ηθοποιός του κόσμου πάει στη Στέγη, εγώ δεν έχω στέγη, να μπω να δω, μεγάλονε, έναν Μπέργκμαν. Πόσο πιο μεγάλη τηλεόραση να πάρω; Πιο πολύ χώρο έχει η τηλεόραση από εμένα εδώ μέσα. Θα της δώσω μία να πάει. Δεν μπορώ. Ο πολιτισμός είναι έξω. Και έξω δεν έχει πολλά. Κι ας αυξάνονται οι θεατρικές παραγωγές, δόξα τω θεώ (ελπίζω να μην πάρουμε πάλι την κατρακύλα). Θέλω όμως σινεμά. Θέλω σινεμά.

     Φταίει το κράτος; ΄Όχι. Ρίχνω ξεκάθαρα το φταίξιμο σε αυτήν την καμουφλαρισμένη σε θεά με άσφαλτο, αγροτική κοινωνία, που η αστικοποίησή της είναι αλματώδης αλλά επιφανειακή, γι' αυτό κι όλα αυτά, που στις μητροπόλεις είναι δεδομένα, θέλουν εκατό χρόνια για να μας έρθουν. Η ανάγκη να δεις ταινίες, (όχι του κώλου), είναι ψυχική. Ε δεν την έχει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, ακόμα. Τι να κάνουμε; Δεν ξέρω, πραγματικά. Δεν ξέρουν, δεν θέλουν. Τι να κάνω; Πνίγομαι, πνίγομαι, ΠΝΙΓΟΜΑΙ!

     Τέλος πάντων και πάλι, είδα το "πριν τα μεσάνυχτα" και αγάπησα πολύ τον ΄Ιθαν και την εξαιρετική συμπρωταγωνίστριά του, την Julie την Delpy, και τον σκηνοθέτη που δεν τον αναφέρω επειδή προφέρεται δύσκολα, κι εγώ γράφω σαν φωναχτά. Σαν να μιλάω.
     Και κάθισα και σκέφτηκα (Παπαρίζου), όλα αυτά τα μεσάνυχτα τα μαύρα, όλα αυτά τα ελεεινά χρόνια που παλεύουμε να γευτούμε την τέχνη μας, με μισθούς που δεν μας φτάνουν να φεύγουμε να πηγαίνει ο ένας Αθήνα, ο άλλος Λονδίνο, άλλος για Χίο τράβηξε, άλλος για Μυτιλήνη, και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Είμαστε εθελοντές φτωχοί, θέλαμε να αφιερωθούμε στο θέατρο τρομάρα μας και αναλύουμε τα πράγματα, την ώρα που ο ΄Ιθαν έχει δέκα να τον τρέχουν, μην ταραχτεί και χάσει το κέντρο του. Και η δασκάλα μου, η Αννίτα, αυτή η μάγισσα της υποκριτικής, που θα μπορούσε να είναι διεθνής, να λέει πως ο ηθοποιός πρέπει να έχει ένα καλό βιοτικό επίπεδο, να ζει αξιοπρεπώς, να μην ανησυχεί για το ρεύμα του ή το νοίκι του, να μπορεί να αφοσιώνεται στο ρόλο του. ΄Εχει δίκιο. Πέρα κι από τις ταινίες και τις παραστάσεις, Πολιτισμός είναι να περνούν καλά οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις Τέχνες. Να μη βασανίζονται τουλάχιστον.

    Ξανά, μανά (αγαπημένη ΄Αννα), τέλος πάντων. Στην ταινία ο τύπος είναι με τη δεύτερη γυναίκα του και τις κόρες του διακοπές στη Μεσσηνία. Στέλνει τον γιο από τον πρώτο του γάμο πίσω στην Αμερική, στην πρώτη του γυναίκα, επειδή αρχίζουν τα σχολεία. Και τις κόρες τις κρατάνε κάτι φίλοι τους ΄Ελληνες, κι αυτοί δίνουν τον γυρόν τους, να κάνουν σεξ, να δουν λίγη Ελλάδα ακόμα. Και εκεί που περιμένεις τα πλάνα τα πανοραμικά, γεννιέται ο διάλογος με το χιούμορ, τις έντεχνες ανατροπές, τις εντάσεις, τη χαρά και τη λύπη του, στη χώρα που τον γέννησε. Λίγα πλάνα, μια κλεφτή ματιά σε μια εκκλησία, και μια άλλη ιδιοφυής ματιά του ήρωα σε κάτι ελληνικό που εμείς δεν βλέπουμε. Και ένας απρεπής διάλογος μέσα σε ένα εκκλησάκι. Και μετά ένα απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου. Και όλος ο βασανισμός του ζευγαριού, με έναν ευαίσθητο, αληθινό άντρα, επαγγελματία συγγραφέα, που επιστρατεύει το χιούμορ του για να ξανακερδίσει την κουρασμένη γυναίκα του, με αμφίβολα αποτελέσματα. Και η Ξένια Καλογεροπούλου σικάτη και ουσιαστική και η ταινία τελειώνει με το τανγκό της Χαρούλας, και όχι με ωραιότατα μπουζούκια. "Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα τανγκό... ένα άγγιγμά σου κάτω από το τραπέζι..."

     ΄Οποιος θέλει να του δανείσω το DVD. Δεν είναι μια "μεγάλη" ταινία, αλλά εδώ δεν μετράει το μέγεθος. Μετρά πάνω απ' όλα η δεξιοτεχνία της πρωταγωνίστριας στην υποκριτική, ο διάλογος, το αδιέξοδο, αυτά τα μικρά, που πλακώνουν την ψυχή μας, τι ζωές μας που φεύγουν αναξιοποίητες, με δήθεν λίγες μικρές χαρές. Τέλος πάντων, επιτέλους, μια μικρή ταινία για μια ζωή που θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη.

Φώτης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου