Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

ο μεγάλος εαυτός Α' μέρος: ο δημιουργός και η καρπουζού


                                                                                                                                στην Μ. και στον Θ.

     Αν και κρατώ την άποψη της Μ. πως ο κόσμος δεν χωρίζεται σε έξυπνους και βλάκες, πλούσιους και φτωχούς, καλούς και κακούς, αλλά σε αισθαντικούς και μη, ξανασκέφτομαι τους καλούς και τους κακούς, δηλαδή ξέρω πια πως υπάρχουν άνθρωποι καλής και κακής πάστας, πως το λένε.
     Το θέμα μου όμως τώρα δεν είναι οι διαχωρισμοί, αλλά τι είναι αυτό που κάνει τελείως αντίθετους ανθρώπους να μοιάζουν σε κάτι. (Κάτι σημαντικό λέμε τώρα, ανθρωπάκια είμαστε όλοι που χέζουν, το ξέρω). Και το βρήκα στο πεδίο που με κόφτει: το ταλέντο. Οι ταλαντούχοι και οι ατάλαντοι μοιάζουν σε ένα κομβικό σημείο: έπαρση, οίηση, ψώνιο. Πέρα από τους σεμνούς, που όλοι τους σεβόμαστε, τόσο που δεν τους σχολιάζουμε, οι υπόλοιποι στον στίβο είναι ψώνια. Γίνεται αλλιώς; Μπορεί και να γίνεται. Πάντως, όσο διαφορετική κι αν είναι η έπαρση του ταλαντούχου (άμυνα που με τα χρόνια γίνεται, συχνά, επιθετικής και καλπάζουσας μορφής), από αυτήν του ατάλαντου (επίθεση σκέτη), στο ίδιο σκαμνί του πόνου καίγονται και οι δύο. Τι κι αν πρώτος υποφέρει από τη ζήλεια των άλλων, τι κι αν ο δεύτερος υποφέρει από ανεπάρκεια και από την ίδια του τη ζήλια; Οι συμπεριφορές μοιάζουν, τόσο που μπερδεύεις ποιος είναι ποιος. Και τα μπούτια σου, κάποτε. Μήπως και οι σεμνοί δεν είναι τουλάχιστον, χονδρικά, δύο ειδών; οι σεμνοί οι καθαρόαιμοι (που δεν τους σχολιάζουμε), και οι άλλοι που διατυμπανίζουν τη σεμνότητά τους;

     Η Μ. έλεγε στους ατάλαντους: "έχεις κάτι από το ταλέντο. Την έχθρα του". Εκείνη μιλούσε για τη λύσσα του να υπάρχεις μέσα στην τέχνη, και μάλιστα με επιτυχία, που βασανίζει προικισμένους και μη, με την ίδια ένταση. Κάτι τέτοιο ήθελα να πω στον πρόλογο.

     O Θ. μου είπε μια ιστορία για κάποιον δημιουργό, άνθρωπο της τέχνης:

     Ο δημιουργός λοιπόν είδε τον Θ. να χαιρετά και να αγκαλιάζει στο δρόμο μία καρπουζού, μία γυναίκα που πουλούσε καρπούζια ή καρπουζοχυμό, δεν κατάλαβα ακριβώς. Ο Θ. την ρωτούσε τι κάνει, με μια οικειότητα και χαρά μεγάλη που την ξανα - συνάντησε. Ο δημιουργός όμως δεν το είδε με καλό μάτι όλο αυτό. ΄Επιασε τον Θ. και του είπε: "καλά, εσύ, καλλιτέχνης άνθρωπος, καταδέχεσαι και μιλάς και αγκαλιάζεσαι με την καρπουζού;''

     ΄Ετυχε να έχω δει τουλάχιστον μία δουλειά του συγκεκριμένου δημιουργού. Είναι και στη μοναδική, στο νησί, παράσταση που την έχω κάνει με ελαφρά στο διάλειμμα. Τόσο πολύ ήθελα να φύγω, που προτίμησα να πάω να κάτσω στο αυτοκίνητο, με είχαν κλείσει στο πάρκινγκ, αντί να δω το υπόλοιπο έργο. ΄Ένα θείο κείμενο στραπατσαρισμένο από πλήρη ανεπάρκεια. Αλλά το ότι δεν άντεξα τη δουλειά του δεν είναι προς θάνατον, μπορεί εγώ να ήμουν ανεπαρκής θεατής, μπορεί όλη αυτή η αισθαντικότητα για την οποία επαίρομαι, να είναι μια φούσκα και να είμαι βλάκας. Η ιστοριούλα όμως, που δεν χρειάζεται να διασταυρώσω (διότι προσπαθώ να μην καταπίνω ό,τι μου λένε), πιστεύω δηλαδή τον Θ., με έκανε να σκεφτώ πως μάλλον δεν αδίκησα τον δημιουργό. Κάτι δικά μου που με βασανίζουν, κάτι αντιφάσεις εξοντωτικές, με φέρνουν σε μια νέα αποκάλυψη που με αφήνει έκπληκτο, δηλαδή τελείως βλάκα, καθώς οι βλάκες μένουν συνήθως έκπληκτοι (ή τα παιδιά θαύματα κύριε Χαριτόπουλε): η αποδοχή μιας άποψης, ακόμα κι όταν αυτή συνιστά κλισέ. Αρχίζω να (ξανά)πιστεύω, αυτό που απέρριπτα από καθαρή ανάγκη μόνο να αντιλέγω (που είναι μεν σπουδαίο, αλλά ηλίθιο αν του προσδώσεις καθολική διάσταση), πως καλός στην τέχνη σου είσαι όταν προσπαθείς να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος, μέσα στην τέχνη σου, έξω από την τέχνη σου, πίσω από την τέχνη σου, κάτω από την τέχνη σου και τα λοιπά.

     Το "να γίνεις καλύτερος άνθρωπος", που σημαίνει πως μιλάμε για βασανισμό - κακορίζικο προνόμιο μόνο καλής πάστας ανθρώπων είναι μεγάλο θέμα και να που μου κλωτσάει το κλισέ και να που ο ίδιος εαυτός μου λέει να το αποδεχτώ και να σκάσω. Αυτή η ιδέα δε, αυτός ο κοινός τόπος, μέσα στα σκατά οποιασδήποτε δουλειάς, δεν εφαρμόζεται εύκολα. Και τι να πω για εφαρμογή, όταν αδυνατώ να γράψω έστω τηλεγραφικά δυο αράδες για αυτήν την προσπάθεια; Μήπως επειδή το θέμα μου είμαι εγώ; Μήπως ο μεγάλος εαυτός μου υπαγορεύει και γράφω για να διαβάσουν τρεις άνθρωποι και να πουν: και μόνο που τον βασανίζουν αυτά τα θέματα δείχνουν τι καλό παιδί είναι;

     Δεν είμαι, κι αν είμαι, δεν θέλω να είμαι, που είναι σαφώς χειρότερο. Θέλω να πιάσω τον δημιουργό από τον γιακά και να του πω πως αν τύχαινε εκείνο το βράδυ, αντί να δω το έργο του, να πέσω πάνω στην καρπουζού, κι αν ήταν και καλοκαιράκι, η προσφορά της θα ήταν με μεγάλη διαφορά πιο σημαντική στη ζωή μου. Διότι ένας άνθρωπος που μπορεί να σε δροσίσει μέσα στην πυρά, είναι σαφώς πιο χρήσιμος από έναν μέτριο ή κακό δημιουργό. Ο δήμος επωφελείται από το καρπούζι, από το έργο όχι. Εκτός αν είσαι ο Michael Jackson ή ο Σαρλώ ή ο Φελίνι κτλ. που και πάλι το σώμα προέχει και αν διψάς πολύ θα πιεις τον καρπουζοχυμό και όχι το 8 1/2. Αυτή είναι και μία μικρή ένδειξη πως δεν υπάρχει αθανασία ή επόμενη ζωή.

     Κινδυνεύω δηλαδή. Φοβάμαι πως σύντομα θα θέλω να ποιώ ήθος, όχι με την αρχαιοελληνική σημασία, αλλά με αυτήν του συρμού. Κινδυνεύω τελευταία μέσα σε μια δίνη, που θέλει να φτύσει την ηθική ανεπάρκεια. Θεε μου μην καταντήσω κήνσορας ή εισαγγελέας εφετών. Προσπαθώ να καταλάβω τι μου συμβαίνει και γράφω για να διαβάσω τη σκέψη μου. Μια αμετροέπεια με μαστίζει, καλή ώρα, αντί "να σκάσω και να κάνω τη δουλειά μου". (Το έπαιξα, έκανα τον ψυχίατρο). Όλα τα καινούργια μου μότο είναι του συρμού. Η "σύνθεση", λες και ανακάλυψα την Αμερική σαν Κολόμβος του κώλου, σέρνεται κολοβά (επειδή πίσω έχει η αφαίρεση την ουρά και δυο ουρές σε ένα σώμα δεν χωράνε, έχουμε φανταστεί ανθρώπους με τρία κεφάλια, με δύο, και πάνω ουρές όχι) και χλιαρά πάνω στο ισχνό σώμα της καταπονημένης μου αφαίρεσης. Συγχωρήστε μας. Εμένα προσωπικά για την ομαδοποίηση και όλους τους ηθοποιούς: είμαστε πλάσματα που δεν μπορούμε να αντλούμε παρά μόνο από τις αντιφάσεις μας και κυρίως από την αντίφαση της ανεπάρκειας και μιας ακλόνητης πίστης.

     Ψάχνοντας τον εαυτό σου, χάνεις τους ρόλους σου, που είναι σαφώς πιο ουσιαστικοί από την αφεντομουτσουνάρα σου. Ο πιο αληθινός Φώτης που ξέρω, είναι αυτός που κόβει βόλτες σαν άδικη κατάρα, με παλιακά πτι φουρ στο χέρι από συνοικιακό ζαχαροπλαστείο και χαζεύει κουτσουλιές περιστεριών. Αν τον δείτε πείτε του πως τον ψάχνω. Δεν θα τον απασχολήσω πολύ. ΄Έναν καφέ να πίνουμε δυο - τρεις φορές τη βδομάδα.

     Φ.Α.


    

     Σημείωση: το Β' μέρος αυτού του κειμένου θα γραφτεί μέσα στο 2017.

    

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου