Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

η χελώνα παρέτα - παρέτα ρε κουμπάρε



"Μια χελώνα καρέτα-καρέτα, που είναι προστατευόμενο είδος στην Κύπρο, βρέθηκε νεκρή σε κάδο σκουπιδιών, στην Λεμεσό. Από την χελώνα έλειπε το καβούκι της.
Δύο άτομα από τη Λεμεσό ηλικίας 41 και 27 χρόνων παραδέχθηκαν ότι σκότωσαν και τεμάχισαν την χελώνα.
Ο υπεύθυνος του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ) Λεμεσού, Ιωάννης Σωτηριάδης, δήλωσε ότι η Αστυνομία έδρασε άμεσα, «γιατί είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε υποθέσεις που αφορούν κακοποίηση ζώων και ειδικά προστατευόμενων ειδών, όπως η χελώνα καρέτα-καρέτα, που εντοπίστηκε νεκρή».
Οι δυο συλληφθέντες κατηγορούνται για φόνευση προστατευόμενου είδους, παράνομη κατοχή απαγορευμένου είδους καθώς και αδικήματα του, περί προστασίας και ευημερίας των ζώων, νόμου.
Μετά τις απολογίες τους αφέθηκαν ελεύθεροι και θα κλητευθούν αργότερα ενώπιον δικαστηρίου."

     Πρώτα από όλα, (πρωταπόλα), δεν ξέρω από πότε η αστυνομία είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε υποθέσεις που αφορούν (ευαισθητοποιημένη σε υποθέσεις ή έχει μια ευαισθησία για υποθέσεις που αφορούν σε;)  κακοποίηση ζώων και ειδικά προστατευόμενων ειδών (η ουσία είναι: μη μας τελειώσει η καρέτα, από γατιά καλά πάμε στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων). Οι συλληφθέντες κατηγορούνται για φόνευση (της φονεύσεως) προστατεύομενου είδους, παράνομη κατοχή απαγορευμένου είδους (λατρεμένο το απαγορευμένο) και έχουμε και νόμο! Ουάου! Νιάου!

    Λοιπόν, εγώ θυμάμαι το βίντεο κλιπ που γύρισε το ΡΙΚ για τον διαγωνισμό της Eurovision το 1991. Η τραγουδίστρια, ΄Ελενα Πατρόκλου, περπατά σκεφτική στην παραλία με φανερό οικολογικό βασανισμό και τραγουδά: ''εδώ στον τρίτο πλανήτη, ποτέ δεν σβήσαν οι φωτιές, πως μοιάζει με τρελό κομήtη, γεμάτο με πυρηνικές (κεφαλές; βόμβες; θα σε γελάσω). Τον ήλιο κάναμε εχθρό μας, παndού πληγώσαμε τη γη, μολύναμε τον ουρανό μας, και ρίχνει όξινη βροχή. Εδώ πλανήτης Γη, SOS. Τριγύρω τα πουλιά πεθαίνουν, τα ψάρια βγαίνουν στη στεριά (και ως γνωστόν στη στεριά δεν ζει το ψάρι, το επιβεβαιώνει και ο Καπετάν Ανδρέας Ζέπος που χαίρεται όταν με βλέπει), παndού οι άνθρωποι σωπαίνουν, δεν ξέρω τι να κάνουν πια." Στην τελική παρουσίαση η οικολογική ανησυχία κομποζάρεται με χρυσό σκουλαρίκι και φόρεμα γάμου τύπου Trikkkis palace, διότι μπορεί να μας νοιάζει το περιβάλλον, αλλά κι εμείς περιβάλλον των αλλονών είμαστε και δεν θα βγούμε στην σκηνή σαν τις γιούφτισες! (Α, το γράφω εδώ, επειδή με διαβάζω, για να θυμηθώ να γράψω ένα κειμενάκι για ένα επεισόδιο ρατσιστικό για πέντε γιούφτισες και μία κυρία).
    Λοιπόν, που μείναμε; Α, ναι! Η τραγουδίστρια περπατά στην παραλία και βλέπει μπροστά της μία χελώνα, τεράστια, μάλλον καρέτα - καρέτα, αναποδογυρισμένη. ΄Ολοι ξέρουμε πόσο υποφέρουν αυτά τα ζώα αν τα αναποδογυρίσεις, "τι σημασία έχει αν είναι γκουμούτσες, πονάνε κι αυτά" (Κορίνα - Εγκλήματα). Αναρωτιέμαι αν σκέφτηκαν όλοι, τραγουδίστρια, σκηνοθέτης, συνεργείο, πως ήταν σαφές πως δεν μπορεί η χελώνα να βρέθηκε τυχαία εκεί και είπαν "πάμε πλάνο". Την αναποδογύρισαν και έτσι στο βίντεο κλιπ, η τραγουδίστρια, φέρνει τα κάτω πάνω, και χωρίς καμία βιασύνη, μέσα στο σκεπτικό το οικολογικό, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: πάνω το καβούκι, από κάτω η σάρκα. Η χελώνα κάνει μερικά ζαλισμένα γοργά βήματα προς τη θάλασσα, μάλλον για να ξεφύγει από όλη αυτή την ευαισθησία. Ράκος η χελώνα, είχε γύρισμα (ούτε τσιπούρα στα κάρβουνα να ήταν). ΄Αραγε πόση ώρα ήταν η χελώνα ανάσκελα; ΄Αραγε πέτυχαν το πλάνο με τη μία ή την είχαν εκεί σαν κατσαρίδα του AROXOL, ποιος ξέρει πόσο;

     Πιστεύω πως τα μη σύνθετα οικολογικά μηνύματα (όπως και όλα τα μη σύνθετα μηνύματα, για όλα τα θέματα), προς Θεού δεν κρύβουν απαραίτητα κακούς ανθρώπους ή κακές προθέσεις. Αδιαφορία δείχνουν. Χεστήκαμε για τη χελώνα, για τη γάτα, για τον πίθηκα. Το θέμα είναι διατυμπανίσουμε την ευαισθησία μας επειδή είναι απαραίτητο πια να τα διατυμπανίζουμε όλα, (ακόμα και το ήθος μας), μήπως και γίνει καμία παρεξήγηση. Η αστυνομία θα μπορούσε να βγάλει μια πιο λιτή ανακοίνωση: παραβίαση νόμου για τα ζώα, σύλληψη, προσωρινή άφεση, τέλος.

    ΄Οσο για το ξεχασμένο (εγώ όμως ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ) βίντεο κλιπ του ΡΙΚ, εντάξει, δεν έκαναν και έγκλημα. Εξάλλου ο κόσμος γίνεται, μέρα με τη μέρα, καλύτερος.

 Φ.Α.



    


τα μαύρα μεσάνυχτα του Κυπριακού πολιτισμού




     Δεν μπορώ να κατεβάζω ταινίες, όπως κατεβάζω ιδέες που συνήθως δεν υλοποιούνται, δεν μπορώ αυτή την άυλη τέχνη, αν και δεν με πειράζει η τέχνη να είναι κάπως άυλη, παρά την ύλη της και το υλικό της. Τέλος πάντων, πήγα να πάρω κανένα DVD και δεν βρήκα τίποτε της προκοπής. Δεν φέρνουν, λέει, πια DVD, όλοι κατεβάζουν ταινίες, πνεύματα, καντήλια. Και μου έχει μείνει εμένα η συλλογή, που δεν θα την είχα τόσο μεγάλη, αν είχαμε αίθουσες που να παίζουν ταινίες ποιότητος, "πιο τέχνις" που λέει και η Πιτσούλη. Διότι τι να σου κάμει μια φορά την εβδομάδα η κινηματογραφική λέσχη, πως τη λένε, ή τα CINEPLEX που σπανίως δείχνουν ταινίες; Ποπ κορν φτιάχνω και στο σπίτι.
     Anyway, βρήκα σε εξευτελιστική τιμή το "μπιφόρ μιντνάιτ" (before midnight) - (prin ta mesanixta) με τον Ethan τον Ηauke, και την πήρα με μισή καρδιά (η άλλη μισή ήταν στην Κίνα). ΄Αντε, λέω, αφούς είναι και φτηνή, να δούμε πως διαφημίζει η Αμερική την Ελλάδα, διότι έναν καημό για την τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας τον έχω, καθώς κρίνω κι εγώ πως είναι το καλύτερο οικόπεδο του πλανήτη. Παραθαλάσσιο, ευάερο, ευήλιο, αξίζει προβολής. Δεν περίμενα όμως, από έκδοση που δεν αναφέρει το όνομα του σκηνοθέτη στο κουτί, να φχαριστηθώ τόσο. Και συνάμα να σκεφτώ, για άλλη μια φορά, πως πολιτισμός σε μια χώρα, που δεν χρειάζεται υπουργείο πολιτισμού, επειδή είναι το τελευταίο που την ενδιαφέρει, ΔΕΝ είναι να δημιουργήσουμε πολιτιστικά ιδρύματα, θέατρα, μουσεία, όπερες... αλλά να έχουμε άμεση πρόσβαση στην τέχνη. Ως πολίτης (χέστηκα αν είμαι πολίτης), ως άνθρωπος, ως Φώτης τέλος πάντων, θέλω να μπορώ να δω τον νέο Γούντι ΄Αλλεν, τον νέο Αλμοδοβάρ, και κάτι άλλα πολύ δύσκολα που αλλού τα έχουν κάτω από το σπίτι τους. Θα μου πεις: ''φύγε ρε φίλε, πήγαινε στην Αθήνα να ζήσεις, να κατεβαίνεις ή να ανεβαίνεις στον Δαναό, στην μικρή Κύπρο ζεις''. Κι εγώ σου λέω: όχι ρε φίλε, εδώ είναι ο τόπος μου, εδώ γεννήθηκα (κι ας με πήραν μωρό απ` εδώ για να με ξαναφέρουν μεγάλονε), τέλος πάντων εδώ είναι ο μικρός μου δρόμος, καλός ή κακός ή έτσι κι έτσι, δεν θέλω να ξενιτεύομαι για να γεύομαι τις τέχνες. Η μεγαλύτερη, κατ' εμέ και όχι μόνο κατ' εμέ, ηθοποιός του κόσμου πάει στη Στέγη, εγώ δεν έχω στέγη, να μπω να δω, μεγάλονε, έναν Μπέργκμαν. Πόσο πιο μεγάλη τηλεόραση να πάρω; Πιο πολύ χώρο έχει η τηλεόραση από εμένα εδώ μέσα. Θα της δώσω μία να πάει. Δεν μπορώ. Ο πολιτισμός είναι έξω. Και έξω δεν έχει πολλά. Κι ας αυξάνονται οι θεατρικές παραγωγές, δόξα τω θεώ (ελπίζω να μην πάρουμε πάλι την κατρακύλα). Θέλω όμως σινεμά. Θέλω σινεμά.

     Φταίει το κράτος; ΄Όχι. Ρίχνω ξεκάθαρα το φταίξιμο σε αυτήν την καμουφλαρισμένη σε θεά με άσφαλτο, αγροτική κοινωνία, που η αστικοποίησή της είναι αλματώδης αλλά επιφανειακή, γι' αυτό κι όλα αυτά, που στις μητροπόλεις είναι δεδομένα, θέλουν εκατό χρόνια για να μας έρθουν. Η ανάγκη να δεις ταινίες, (όχι του κώλου), είναι ψυχική. Ε δεν την έχει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, ακόμα. Τι να κάνουμε; Δεν ξέρω, πραγματικά. Δεν ξέρουν, δεν θέλουν. Τι να κάνω; Πνίγομαι, πνίγομαι, ΠΝΙΓΟΜΑΙ!

     Τέλος πάντων και πάλι, είδα το "πριν τα μεσάνυχτα" και αγάπησα πολύ τον ΄Ιθαν και την εξαιρετική συμπρωταγωνίστριά του, την Julie την Delpy, και τον σκηνοθέτη που δεν τον αναφέρω επειδή προφέρεται δύσκολα, κι εγώ γράφω σαν φωναχτά. Σαν να μιλάω.
     Και κάθισα και σκέφτηκα (Παπαρίζου), όλα αυτά τα μεσάνυχτα τα μαύρα, όλα αυτά τα ελεεινά χρόνια που παλεύουμε να γευτούμε την τέχνη μας, με μισθούς που δεν μας φτάνουν να φεύγουμε να πηγαίνει ο ένας Αθήνα, ο άλλος Λονδίνο, άλλος για Χίο τράβηξε, άλλος για Μυτιλήνη, και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Είμαστε εθελοντές φτωχοί, θέλαμε να αφιερωθούμε στο θέατρο τρομάρα μας και αναλύουμε τα πράγματα, την ώρα που ο ΄Ιθαν έχει δέκα να τον τρέχουν, μην ταραχτεί και χάσει το κέντρο του. Και η δασκάλα μου, η Αννίτα, αυτή η μάγισσα της υποκριτικής, που θα μπορούσε να είναι διεθνής, να λέει πως ο ηθοποιός πρέπει να έχει ένα καλό βιοτικό επίπεδο, να ζει αξιοπρεπώς, να μην ανησυχεί για το ρεύμα του ή το νοίκι του, να μπορεί να αφοσιώνεται στο ρόλο του. ΄Εχει δίκιο. Πέρα κι από τις ταινίες και τις παραστάσεις, Πολιτισμός είναι να περνούν καλά οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις Τέχνες. Να μη βασανίζονται τουλάχιστον.

    Ξανά, μανά (αγαπημένη ΄Αννα), τέλος πάντων. Στην ταινία ο τύπος είναι με τη δεύτερη γυναίκα του και τις κόρες του διακοπές στη Μεσσηνία. Στέλνει τον γιο από τον πρώτο του γάμο πίσω στην Αμερική, στην πρώτη του γυναίκα, επειδή αρχίζουν τα σχολεία. Και τις κόρες τις κρατάνε κάτι φίλοι τους ΄Ελληνες, κι αυτοί δίνουν τον γυρόν τους, να κάνουν σεξ, να δουν λίγη Ελλάδα ακόμα. Και εκεί που περιμένεις τα πλάνα τα πανοραμικά, γεννιέται ο διάλογος με το χιούμορ, τις έντεχνες ανατροπές, τις εντάσεις, τη χαρά και τη λύπη του, στη χώρα που τον γέννησε. Λίγα πλάνα, μια κλεφτή ματιά σε μια εκκλησία, και μια άλλη ιδιοφυής ματιά του ήρωα σε κάτι ελληνικό που εμείς δεν βλέπουμε. Και ένας απρεπής διάλογος μέσα σε ένα εκκλησάκι. Και μετά ένα απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου. Και όλος ο βασανισμός του ζευγαριού, με έναν ευαίσθητο, αληθινό άντρα, επαγγελματία συγγραφέα, που επιστρατεύει το χιούμορ του για να ξανακερδίσει την κουρασμένη γυναίκα του, με αμφίβολα αποτελέσματα. Και η Ξένια Καλογεροπούλου σικάτη και ουσιαστική και η ταινία τελειώνει με το τανγκό της Χαρούλας, και όχι με ωραιότατα μπουζούκια. "Τα λεφτά μου όλα δίνω για ένα τανγκό... ένα άγγιγμά σου κάτω από το τραπέζι..."

     ΄Οποιος θέλει να του δανείσω το DVD. Δεν είναι μια "μεγάλη" ταινία, αλλά εδώ δεν μετράει το μέγεθος. Μετρά πάνω απ' όλα η δεξιοτεχνία της πρωταγωνίστριας στην υποκριτική, ο διάλογος, το αδιέξοδο, αυτά τα μικρά, που πλακώνουν την ψυχή μας, τι ζωές μας που φεύγουν αναξιοποίητες, με δήθεν λίγες μικρές χαρές. Τέλος πάντων, επιτέλους, μια μικρή ταινία για μια ζωή που θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη.

Φώτης


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

γεννήθηκα σοβαρός




Δεν γεννήθηκα λυπημένος, μα γεννήθηκα σοβαρός.

Υπάρχει μία ταινία, από αυτές που τραβούσε ο μπαμπάς, που πλησιάζω στην κούνια στη βεράντα και κοιτώ τα παιδάκια που περιμένουν την αδελφή μου για να παίξουν στον κήπο, και αυτά να κρεμανταλίζονται στην καγκελόπορτα κι εγώ να παίρνω θέση στην κούνια, να τα κοιτώ με ύφος "ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν", και μετά από λίγη σκέψη, ποιος ξέρει τι είδους, αφήνω το σωματάκι μου να το πάρει η κούνια πέρα δώθε. Δηλαδή: θέση, παύση μεγάλη, κούνημα.

Η λύπη ήρθε μετά, πριν τα οχτώ, τότε που συμβαίνουν όλα, αν είναι να συμβούν, σαν προεόρτια αναμέτρηση με τον πόνο. Παιδί της πόλης, είχα μία μόνο ευκαιρία να αλητέψω: τις μέρες που η μαμά με άφηνε στον θείο και στη θεία, στο πιο αγαπημένο σπίτι της ζωής μου, σπίτι σε προάστειο, με ονόματα δρόμων όπως "οδός αγάπης", "οδός ευτυχίας", "οδός ελπίδας". Ατέλειωτα λιβάδια από μαργαρίτες και παπαρούνες, ανηφόρες και κατηφόρες που ζάλιζαν, η θεία με άφηνε να αλητέψω. Μα κάθε που έφευγε η μαμά, την ώρα που έφευγε, με έπνιγε μια λύπη σφοδρή, σαν ξαφνικό πένθος, μου ερχόταν κλάμα που το έπνιγα και έκανα ώρα να πάω πίσω στη θεία, να μην καταλάβει πως ήμουν έτοιμος να κλάψω ή πως δάκρυσα. Και μετά, από το επόμενο πρωί, μόνο χαρά και πλήρης αδιαφορία για τη μαμά επικρατούσε στην ψυχή μου. Το τελευταίο που ήθελα, ήταν να έρθει να με πάρει.

Πολλές γάτες, πολλά ζώα γενικώς στο σπίτι εκείνο, από γαλοπούλα και λύκο, μέχρι μεταξοσκώληκα και ποντίκι pet. Πράσινα σταχτοδοχεία ερεθιστικά, από γυαλί, βιβλία απρόβλεπτα, κάτι γυμνά που δεν ήταν για μένα μα εγώ τα ανακάλυψα, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και σκοτεινοί τοίχοι, φωτεινές σκιές από χαραμάδες και μια ήπια, συγκροτημένη χαρά που ουδεμία σχέση έχει με την τωρινή που είναι αγχωμένη, υποχρεωτική, σαν δικαίωμα.

Ελπίζω να ζήσω και να γράψω πολλές φορές, τα ίδια αλλιώς, και άλλα για εκείνα τα χρόνια και εκείνα τα μέρη. Η περιοχή άλλαξε μου είπε ο Δημήτρης στο τηλέφωνο, μόνο το σπίτι θα σου θυμίζει το σπίτι, όλα γύρω είναι πολυκατοικίες και εκεί που οι δρόμοι χάνονταν μέσα στα αγριολούλουδα μπήκε φανάρι και έχει κίνηση. Δεν πήγα και ο Δημήτρης δεν ξαναέζησε, ούτως ή άλλως στην Αθήνα πια πάω σαν ξένος.

Το θέμα μου είναι τώρα να ξεπεράσω αυτή την εναλλαγή χαράς και λύπης, αυτό το σκωτσέζικο ηλίθιο ντους που σε κάποιους φαίνεται ουσιαστική ζωή και να βρω, όχι νιρβάνες, μα αυτή τη συγκρότηση που είχα πριν τα οχτώ, και να τη συντονίσω με τις ρωγμές μου, την αγαπημένη μου φθορά, τα βήματα... Και στο κεφάλι μου να βουίζουν εκείνες οι ανηφόρες και κατηφόρες που έπαιρναν με τον άνεμο τη χαρά και τη λύπη, τη μαμά με το αυτοκίνητο, τις γάτες που συνάντησα και μέσα μου κούρνιασε το λιωμένο τρίχωμά τους, το ευτελές δέρμα. Τα μεσημέρια με κρύο ή ζέστη, που χανόμουν και επέστρεφα έκθαμβος, μα όχι σπαταλημένος, εναργής, για να δω τα δέντρα να ασημίζουν, και να στριφογυρίζω τον ουράνιο θόλο με το κορμάκι μου, να ζαλίζομαι μέχρι πτώσης, από τον κόσμο, για τον ύπνο, το γλυκό ξημέρωμα και το ωραίο γάλα.

Φώτης Αποστολίδης 2016