Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

βραβεία θεάτρου Κύπρου




     Αν εξετάσει κάποιος βραβεία κάθε είδους και βεληνεκούς, από την "καλύτερη μηλόπιτα στην Αλαμπάμα", μέχρι τα "Νόμπελ λογοτεχνίας", θα διαπιστώσει πως ανάμεσα σε εξαιρετικές μηλόπιτες (κι ας μην μπορεί να τις δοκιμάσει, παρά μόνο υποθετικά) και θεούς της γραφής (μπορεί να τους δοκιμάσει), υπήρξαν και ατυχή, κατά την κρίση του, περιστατικά. Επειδή για τις μηλόπιτες δεν έχω στοιχεία, μπορώ να αναφέρω τους εθνικούς μας, Ελύτη και Σεφέρη. Σαφώς και ο Σεφέρης δεν είναι ατυχές περιστατικό, υπάρχει όμως μια κοινότητα ανθρώπων που θεωρεί την ποίησή του υπερεκτιμημένη. Κανένας Ρίτσος, κανένας Καββαδίας, κανένας Αναγνωστάκης και σίγουρα κανένας Καζαντζάκης. Σεφέρης: για ανθρώπους της μάρκας μου, ο καλός μας ποιητής, δεν πλησιάζει την απαστράπτουσα σκοτεινή δύναμη ενός Καρυωτάκη. Και αναφέρω το παράδειγμα του Σεφέρη, επειδή υπάρχει μία σεβαστή μειοψηφία που συμμερίζεται αυτές τις απόψεις. ΄Αρα δεν μιλάμε εδώ μόνο για τα γούστα κάποιου Φώτη, αλλά για κάτι που, δίκαια ή άδικα, εκφράζει, εν μέρει κοινές, σκέψεις, που εδώ που τα λέμε ουδέποτε εκφράστηκαν με φρικαλέα "κοινόλεκτα" σχήματα. Στις μειονότητες που παρέμειναν μειονότητες χρωστάει ο κόσμος πολλά: με εξωφρενικές ή όχι αμφισβητήσεις υποσκάπτουν το τέρας του επίσημου πολιτισμού. Αυτού που εξισώνει τον Σολωμό με τον Σεφέρη με την χοντράδα της κατάποσης του υπνωτικού χυμού από χόρτα αμφίβολης ποιότητας: η επιτυχία! Και ο χρόνος δεν βάζει τα πράγματα πάντα στη θέση τους. Το τρισχαριτωμένο "μεγιεμελέ" είναι διαχρονικό τραγούδι, όπως η Συννεφιασμένη Κυριακή.

     Τέτοιες παντρειές και τσουβαλιάσματα, σαν το παραπάνω παράδειγμα, είναι διασκεδαστικά τερτίπια και τίποτε παραπάνω. Σε έναν θεσμό βραβείων, η σοβαρότητα του ίδιου του θεσμού κρίνεται από τις υποψηφιότητες, παρά από την αξία του παραλήπτη του βραβείου. Στην περίπτωση των βραβείων θεάτρου Κύπρου, δεν παρατηρώ, και βεβαίως μιλώ άκρως υποκειμενικά, μια αισθητική (ας πούμε) συνέπεια στις υποψηφιότητες. Εδώ, και ας συγχωρεθούν οι αναφορές διότι μνημόνευσα όλα αυτά, δεν τσακωνόμαστε αν είμαστε Χατζιδακικοί ή Θεοδωρακικοί, δεν είναι δηλαδή θέμα γούστου.  Η ποικιλία και η ανισότητα ποιοτήτων δεν είναι ευχάριστη, αν και κανονικά, και με εκπλήσσει ο εαυτός μου, θα έπρεπε: η αντίφαση είναι άνευ προηγουμένου και ιδού ένα ακόμα τερατώδες παράδειγμα: αν τα βραβεία ήταν αλλού και άλλοτε, θα ήταν σαν να βάζαμε τον (όχι αγαπημένο μου) Αγγελόπουλο, ούτε καν δίπλα στον Δαλιανίδη, αλλά δίπλα στον δημιουργό του υπέροχου, για το είδος του, Ρόδα τσάντα και κοπάνα νούμερο 2.

     Αν και στην κατηγορία των σκηνοθετών δεν παρατηρείται τέτοια ανισορροπία, είναι όλοι τους άξιοι (παρά τις απουσίες που θα μπορούσε ο καθένας μας να επισημάνει), (έτυχε), σε άλλες κατηγορίες συνυπάρχουν πανάξιοι άνθρωποι στη δουλειά τους, με κάτι περιστατικά άλλης κοπής. Στην τελετή - συντέλεια της τελευταίας απονομής στις 27 του Μάρτη, εκφράζεται αυτή η ανισορροπία: η Καραμπέτη και ο Φωκάς Ευαγγελινός, θα αναβιώσουν με σοφιστικέ προθέσεις το "ΜΠΡΑΒΟ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ" της Ρούλας Κορομηλά. Αυτό, έρχεται και δένει, προσδίδει μια συνέπεια στη βραδιά και αντιπροσωπεύει τη λογική των υποψηφιοτήτων, αν τις συγκρίνουμε. Η βραδιά θα συντελεστεί με συντελεστές στη συντέλεια καθώς είναι η τελευταία απονομή. ΄Ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά τα φετινά βραβεία αμφίβολης χρησιμότητας: τι νόημα έχει να βραβεύεται κάποιος σε έναν θεσμό που ήδη έχει ανακοινωθεί πως καταργείται; Πως η λογική του "όποιος πρόλαβε βραβείο πήρε" θα λειτουργήσει στις ψυχές υποψήφιων και άλλων παριστάμενων; Τι άλλο από την έννοια της συνέχειας προσδίδει κύρος σε έναν τέτοιο θεσμό; Το αγαλματίδιο που παραλαμβάνει ο νικητής στην κατηγορία του, έχει αξία, όταν λειτουργεί ως σκυτάλη για τον επόμενο.

     Η αξιολόγηση καλλιτεχνικού έργου με την συμπλήρωση δελτίων τύπου ΠΡΟΠΟ είναι μια προβληματική κατάσταση. Αυτό όμως που εμένα με καίει εδώ και καιρό είναι η έλλειψη ενός κοινού αισθητικού κώδικα, μιας κοινής αντίληψης για τα πράγματα, που την εννοώ ως ένα συμπαγές σώμα (των δημιουργών και του κοινού) με όλες μας τις απαραίτητες διαφορές: δεν εννοώ κανέναν οδοστρωτήρα, αλλά εκείνη την πυκνότητα που μέσα στη διαφορετικότητα έχει πάνω κάτω μια αντίληψη για το καλό, το κακό ή το μέτριο. Εκεί που άλλου πρέπει να πέσουν τα σύνορα, εμείς πρέπει να τα δημιουργήσουμε, για να τα καταρρίψουμε αργότερα.

     Το τι μπαλαφάρα λέγεται ή γράφεται, το πως σε μια τόσο μικρή και αναμφισβήτητα υποανάπτυκτη πολιτιστικά κοινωνία, στην οποία ο ηθοποιός που αφοσιώνεται στο θέατρο δεν μπορεί να ζήσει από αυτό ή άλλος δεν το τολμά καν και χαραμίζεται σε μαλακίες, το γεγονός πως άνθρωποι που θαυμάζω θα συνυπάρξουν στις 27 του μήνα με "περιστατικά", η συνεχής έκπληξή μου για τη βλακεία που δεν συνηθίζεται η άτιμη, η κόπωση που έρχεται, ακόμα και για δημιουργούς που το παλεύουν ακόμα και είναι ενεργοί, το θαύμα να βλέπεις εξαιρετικό θέατρο, αλλά να στήνεται με αίμα που δεν μπορεί να είναι ανεξάντλητο, με κάνουν να σκέφτομαι διάφορα: κάτι να κάνουμε. Και η φίλη μου η Τ., άξια συνάδελφος, λέει: ''δεν έχω όρεξη να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι". Καθώς όλοι μαζί συρφετός, όλοι συνάδελφοι, δεν... δεν λέει...

Φ.Α.

ΥΓ: Στα προηγούμενα βραβεία ο Βαρνάβας Κυριαζής δεν ήταν καν υποψήφιος για την ερμηνεία του στην παράσταση "Κόκκινο".


    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου