Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

γεννήθηκα σοβαρός




Δεν γεννήθηκα λυπημένος, μα γεννήθηκα σοβαρός.

Υπάρχει μία ταινία, από αυτές που τραβούσε ο μπαμπάς, που πλησιάζω στην κούνια στη βεράντα και κοιτώ τα παιδάκια που περιμένουν την αδελφή μου για να παίξουν στον κήπο, και αυτά να κρεμανταλίζονται στην καγκελόπορτα κι εγώ να παίρνω θέση στην κούνια, να τα κοιτώ με ύφος "ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν", και μετά από λίγη σκέψη, ποιος ξέρει τι είδους, αφήνω το σωματάκι μου να το πάρει η κούνια πέρα δώθε. Δηλαδή: θέση, παύση μεγάλη, κούνημα.

Η λύπη ήρθε μετά, πριν τα οχτώ, τότε που συμβαίνουν όλα, αν είναι να συμβούν, σαν προεόρτια αναμέτρηση με τον πόνο. Παιδί της πόλης, είχα μία μόνο ευκαιρία να αλητέψω: τις μέρες που η μαμά με άφηνε στον θείο και στη θεία, στο πιο αγαπημένο σπίτι της ζωής μου, σπίτι σε προάστειο, με ονόματα δρόμων όπως "οδός αγάπης", "οδός ευτυχίας", "οδός ελπίδας". Ατέλειωτα λιβάδια από μαργαρίτες και παπαρούνες, ανηφόρες και κατηφόρες που ζάλιζαν, η θεία με άφηνε να αλητέψω. Μα κάθε που έφευγε η μαμά, την ώρα που έφευγε, με έπνιγε μια λύπη σφοδρή, σαν ξαφνικό πένθος, μου ερχόταν κλάμα που το έπνιγα και έκανα ώρα να πάω πίσω στη θεία, να μην καταλάβει πως ήμουν έτοιμος να κλάψω ή πως δάκρυσα. Και μετά, από το επόμενο πρωί, μόνο χαρά και πλήρης αδιαφορία για τη μαμά επικρατούσε στην ψυχή μου. Το τελευταίο που ήθελα, ήταν να έρθει να με πάρει.

Πολλές γάτες, πολλά ζώα γενικώς στο σπίτι εκείνο, από γαλοπούλα και λύκο, μέχρι μεταξοσκώληκα και ποντίκι pet. Πράσινα σταχτοδοχεία ερεθιστικά, από γυαλί, βιβλία απρόβλεπτα, κάτι γυμνά που δεν ήταν για μένα μα εγώ τα ανακάλυψα, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης και σκοτεινοί τοίχοι, φωτεινές σκιές από χαραμάδες και μια ήπια, συγκροτημένη χαρά που ουδεμία σχέση έχει με την τωρινή που είναι αγχωμένη, υποχρεωτική, σαν δικαίωμα.

Ελπίζω να ζήσω και να γράψω πολλές φορές, τα ίδια αλλιώς, και άλλα για εκείνα τα χρόνια και εκείνα τα μέρη. Η περιοχή άλλαξε μου είπε ο Δημήτρης στο τηλέφωνο, μόνο το σπίτι θα σου θυμίζει το σπίτι, όλα γύρω είναι πολυκατοικίες και εκεί που οι δρόμοι χάνονταν μέσα στα αγριολούλουδα μπήκε φανάρι και έχει κίνηση. Δεν πήγα και ο Δημήτρης δεν ξαναέζησε, ούτως ή άλλως στην Αθήνα πια πάω σαν ξένος.

Το θέμα μου είναι τώρα να ξεπεράσω αυτή την εναλλαγή χαράς και λύπης, αυτό το σκωτσέζικο ηλίθιο ντους που σε κάποιους φαίνεται ουσιαστική ζωή και να βρω, όχι νιρβάνες, μα αυτή τη συγκρότηση που είχα πριν τα οχτώ, και να τη συντονίσω με τις ρωγμές μου, την αγαπημένη μου φθορά, τα βήματα... Και στο κεφάλι μου να βουίζουν εκείνες οι ανηφόρες και κατηφόρες που έπαιρναν με τον άνεμο τη χαρά και τη λύπη, τη μαμά με το αυτοκίνητο, τις γάτες που συνάντησα και μέσα μου κούρνιασε το λιωμένο τρίχωμά τους, το ευτελές δέρμα. Τα μεσημέρια με κρύο ή ζέστη, που χανόμουν και επέστρεφα έκθαμβος, μα όχι σπαταλημένος, εναργής, για να δω τα δέντρα να ασημίζουν, και να στριφογυρίζω τον ουράνιο θόλο με το κορμάκι μου, να ζαλίζομαι μέχρι πτώσης, από τον κόσμο, για τον ύπνο, το γλυκό ξημέρωμα και το ωραίο γάλα.

Φώτης Αποστολίδης 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου